- κάντιο
- το кусковой сахар (из тростника)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κάντιο — και κάνδιο, το κρυσταλλική ζάχαρη που γίνεται από ζαχαροκάλαμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. candi < arab. qandĩ < kand «ζαχαροκάλαμο»] … Dictionary of Greek
κάνδιο — το κανδιοσάκχαρο*, κάντιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κάντιο] … Dictionary of Greek
κανδιοσάκχαρο — το καντιοζάχαρο*. κάντιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καντιοζάχαρο] … Dictionary of Greek